προευτρεπίζω

προευτρεπίζω
ΜΑ
ευτρεπίζω, ετοιμάζω όπως πρέπει κάτι εκ τών προτέρων (α. «προευτρεπίζειν τινα ἐπὶ τὸ ἀγαθόν», Iάβμλ.
β. «ὁ προνοητικὸς γεωργὸς πάντα προευτρεπίσας», Μέγ. Βασ.
γ. «τὸ προηυτρεπισμένον ἱερὸν κουβούκλιον τοῡ Ἐπιταφίου», Τυπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εὐτρεπίζω «ετοιμάζω, τακτοποιώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προευτρεπίζετε — προευτρεπίζω adjust pres imperat act 2nd pl προευτρεπίζω adjust pres ind act 2nd pl προευτρεπίζω adjust imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προευτρεπίσει — προευτρεπίζω adjust aor subj act 3rd sg (epic) προευτρεπίζω adjust fut ind mid 2nd sg προευτρεπίζω adjust fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προευτρεπίσῃ — προευτρεπίζω adjust aor subj mid 2nd sg προευτρεπίζω adjust aor subj act 3rd sg προευτρεπίζω adjust fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προευτρεπισθέντα — προευτρεπίζω adjust aor part pass neut nom/voc/acc pl προευτρεπίζω adjust aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προευτρεπισάντων — προευτρεπίζω adjust aor part act masc/neut gen pl προευτρεπίζω adjust aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προευτρεπίζει — προευτρεπίζω adjust pres ind mp 2nd sg προευτρεπίζω adjust pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προευτρεπίζομεν — προευτρεπίζω adjust pres ind act 1st pl προευτρεπίζω adjust imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προευτρεπίζοντα — προευτρεπίζω adjust pres part act neut nom/voc/acc pl προευτρεπίζω adjust pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προευτρεπίζουσι — προευτρεπίζω adjust pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προευτρεπίζω adjust pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προευτρεπίζουσιν — προευτρεπίζω adjust pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προευτρεπίζω adjust pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”